WELCOME
Καλωσορίσατε σε αυτό εδώ τον ιστότοπο “Book blog info” Ο χώρος αυτός δημιουργήθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως βοηθητικό εργαλείο προβολής των προϊόντων του εκδοτικού οίκου ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ κάποτε. Καθ' οδόν προστέθηκαν και μερικά λουλουδάκια για διακόσμηση - τα οποία ήρθαν και με βρήκαν - στην κάθετη στήλη. Διάφορα ποιηματάκια ξεπήδησαν από τα βιβλία της βιβλιοθήκης μου και προέκυψε έτσι το «1 ΠΟίΗΜΑ 1 ΛΟΥΛΟύΔΙ» Από το 2011 και μετά το blog αυτό θα ταξιδεύει σε νέους βιβλιότοπους και σας καλεί να τον παρακολουθείτε πού και πού... Χρήστος Ρουμελιώτης. e-mail : novus.sales@gmail.com
Ευχαριστώ για την επίσκεψή σας. Καλά κοιταγματάκια…
Sell yourself! της Νάντιας Βαλαβάνη
Εδώ θα μας επιτρέψει η κ. Βαλαβάνη να προ-παραθέσουμε ένα ποιηματάκι της για να προϊδεάσουμε τους φιλο-ποιημα-τικούς αναγνώστες της.
"Στη μεγάλη συνωμοσία της μετριότητας
οι παίχτες περιμένουν να επιβιώσουν
Χρειάζεται να πουλήσουν αποτελεσματικά
τον ίδιο τον εαυτό τους
Η επιτυχία στεφανώνει τους διπρόσωπους
Έντιμοι παραμένουν ως συνήθως
όσοι δεν είχαν συνειδητοποιήσει εγκαίρως
ότι ζωή και τέχνη δεν αποτελούν
μεγέθη ανταλλάξιμα
Έτσι καταλήγουν να χρησιμοποιούν σαν ξίφη
τις σιωπές τους
Εύκολα πάντως τους αναγνωρίζεις:
αν και πικροί
μόνοι αυτοί δεν αναδίδουν
την μπαγιάτικη θλίψη
της σάρκας
που κρέμεται στην αγορά"
Καστέλλια, 27.8.8.1991
Προδημοσίευση ποιήματος από το βιβλίο της Νάντιας Βαλαβάνη "Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΟΧΗ"
"Στη μεγάλη συνωμοσία της μετριότητας
οι παίχτες περιμένουν να επιβιώσουν
Χρειάζεται να πουλήσουν αποτελεσματικά
τον ίδιο τον εαυτό τους
Η επιτυχία στεφανώνει τους διπρόσωπους
Έντιμοι παραμένουν ως συνήθως
όσοι δεν είχαν συνειδητοποιήσει εγκαίρως
ότι ζωή και τέχνη δεν αποτελούν
μεγέθη ανταλλάξιμα
Έτσι καταλήγουν να χρησιμοποιούν σαν ξίφη
τις σιωπές τους
Εύκολα πάντως τους αναγνωρίζεις:
αν και πικροί
μόνοι αυτοί δεν αναδίδουν
την μπαγιάτικη θλίψη
της σάρκας
που κρέμεται στην αγορά"
Καστέλλια, 27.8.8.1991
Προδημοσίευση ποιήματος από το βιβλίο της Νάντιας Βαλαβάνη "Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΟΧΗ"
Η Μεγάλη Εποχή της Νάντια Βαλαβάνη
Για τη περίοδο των μεγάλων ανατροπών που γνώρισε ο κόσμος γύρω από τα έτη 1989 μας μιλά η Νάντια Βαλαβάνη μέσα από τα ποιήματά της που θα δουν το φως της δημοσιότητας στις 5 Νοεμβρίου 2009, ώρα 20.00 στη Στοά του Βιβλίου. Με γλώσσα που αναρριχάται από τα κατάβαθα της ψυχής της και μάτια που βλέπουν μέσα και πίσω από τα μάτια των τότε συντρόφων της θίγει ευαίσθητες χορδές που οι ακροατές ή οι αναγνώστες θα ακούσουν και θα ερμηνέψουν τα γεγονότα ο καθένας με το δικό του τρόπο...
Για το βιβλίο θα μιλήσουν: Αλέκος Αλαβάνος (ΣΥΡΙΖΑ), π.Βουλευτής, Γιώργος Μανιάτης, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Έλενα Πατρικίου,ιστορικός σκηνοθέτης, Δημήτρης Σεβαστάκης, ζωγράφος - επ. καθηγητής Ε.Μ.Π. και ο Διονύσης Τσακνής, συνθέτης στιχουργός. Ποιήματα θα διαβάσουν η ηθοποιός Κάτια Γέρου και η Νάντια Bαλαβάνη. Θα υπάρξει και έκθεση κολάζ 1989...της ιδίας.
Ταξιδευτής: Κατάλογος 2009 (2)
Το βιβλίο για την αυτοεκτίμηση της Σμαρούλας Παντελή "Μου αρέσω" έγινε best seller και βρίσκεται στην τρίτη έκδοση !
Το Χάρισμα Lisa T. Bergren
Αγαπητέ αναγνώστη,
Θέλω να σου αναφέρω μερικά γεγονότα, πριν με συντροφέψεις σ’ αυτήν την περιπέτεια… Τον τέταρτο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη, οι Πατέρες της Εκκλησίας συμφώνησαν στον καταρτισμό του κοινού δόγματος των γραφών που απάρτιζαν τον Ιερό Κανόνα ένα δόγμα που θεωρήθηκε νόμιμο και άξιο και διαμόρφωσε τη Βίβλο όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Αρκετά βιβλία αναθεωρήθηκαν και στη συνέχεια απορρίφθηκαν λόγω αμφισβητήσιμης πατρότητας τν συγγραμμάτων, ή επειδή θεωρήθηκε πως εγκυμονούσαν πιθανές αιρέσεις. Οι αιρετικές διδασκαλίες συζητήθηκαν εκτενώς και καταδικάστηκαν. Παρά το γεγονός ότι ο Απόστολος Παύλος αναφέρει και άλλες επιστολές προς Κορινθίους (1 προς Κορ. 5:9, 1 προς Κορ. 5:11, 2 προς Κορ, 10:10-11), κανένας από τους μελετητές της Βίβλου δεν τις γνωρίζει, ούτε έχει γίνει η παραμικρή αναφορά σε αυτές. Ωστόσο είναι προφανές ότι υπήρχαν. Μεταξύ του ογδόου και ενάτου αιώνα, η Εικονομαχία γιγαντώθηκε και ισχυροποιήθηκε στους κόλπους της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Οι εικονομάχοι ήσαν αντίθετοι σε οποιαδήποτε μορφή απεικόνισης θείων προσώπων, συμπεριλαμβανομένης και της μικρογραφίας, της αρχαίας τέχνης της εικονογράφησης, επιχρύσωσης και καλλωπισμού των Ιερών Γραφών στο περιθώριο, αλλά και μερικές φορές και μέσα στο κείμενο.. Εικονογράφοι ισχυρίζονταν πως είχαν θεϊκή έμπνευση και συχνά πρόσθεταν εικόνες, που μόνο οι ίδιοι μπορούσαν να ερμηνεύσουν. Άλλοι πάλι θεωρούσαν τις εικονογραφήσεις τους προφητικές. Χιλιάδες βιβλία και χειρόγραφα, που αντιπροσώπευαν αιώνες επίμονης εργασίας, κάηκαν στη διάρκεια του όγδοου αιώνα και όσοι εικονογράφοι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την τέχνη θανατώθηκαν. Η Δυτική εκκλησία επέμενε στην περιποιηθησή της, ήταν ιερές και έπρεπε να τύχουν σεβασμού και λατρείας και όχι να εξαλειφθούν. Εκείνη την περίοδο πολλοί εικονογράφοι κατέφυγαν στην Ιταλία, στη προσπάθειά τους να ξεφύγουν την σύλληψη και την καταστροφή των έργων του. Ελάτε λοιπόν μαζί μου στην Ιταλία του όγδοου αιώνα.
Λίζα Τ. Μπέργκρεν (facebook)
Lisa T. Bergren (site)
Θέλω να σου αναφέρω μερικά γεγονότα, πριν με συντροφέψεις σ’ αυτήν την περιπέτεια… Τον τέταρτο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη, οι Πατέρες της Εκκλησίας συμφώνησαν στον καταρτισμό του κοινού δόγματος των γραφών που απάρτιζαν τον Ιερό Κανόνα ένα δόγμα που θεωρήθηκε νόμιμο και άξιο και διαμόρφωσε τη Βίβλο όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Αρκετά βιβλία αναθεωρήθηκαν και στη συνέχεια απορρίφθηκαν λόγω αμφισβητήσιμης πατρότητας τν συγγραμμάτων, ή επειδή θεωρήθηκε πως εγκυμονούσαν πιθανές αιρέσεις. Οι αιρετικές διδασκαλίες συζητήθηκαν εκτενώς και καταδικάστηκαν. Παρά το γεγονός ότι ο Απόστολος Παύλος αναφέρει και άλλες επιστολές προς Κορινθίους (1 προς Κορ. 5:9, 1 προς Κορ. 5:11, 2 προς Κορ, 10:10-11), κανένας από τους μελετητές της Βίβλου δεν τις γνωρίζει, ούτε έχει γίνει η παραμικρή αναφορά σε αυτές. Ωστόσο είναι προφανές ότι υπήρχαν. Μεταξύ του ογδόου και ενάτου αιώνα, η Εικονομαχία γιγαντώθηκε και ισχυροποιήθηκε στους κόλπους της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Οι εικονομάχοι ήσαν αντίθετοι σε οποιαδήποτε μορφή απεικόνισης θείων προσώπων, συμπεριλαμβανομένης και της μικρογραφίας, της αρχαίας τέχνης της εικονογράφησης, επιχρύσωσης και καλλωπισμού των Ιερών Γραφών στο περιθώριο, αλλά και μερικές φορές και μέσα στο κείμενο.. Εικονογράφοι ισχυρίζονταν πως είχαν θεϊκή έμπνευση και συχνά πρόσθεταν εικόνες, που μόνο οι ίδιοι μπορούσαν να ερμηνεύσουν. Άλλοι πάλι θεωρούσαν τις εικονογραφήσεις τους προφητικές. Χιλιάδες βιβλία και χειρόγραφα, που αντιπροσώπευαν αιώνες επίμονης εργασίας, κάηκαν στη διάρκεια του όγδοου αιώνα και όσοι εικονογράφοι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την τέχνη θανατώθηκαν. Η Δυτική εκκλησία επέμενε στην περιποιηθησή της, ήταν ιερές και έπρεπε να τύχουν σεβασμού και λατρείας και όχι να εξαλειφθούν. Εκείνη την περίοδο πολλοί εικονογράφοι κατέφυγαν στην Ιταλία, στη προσπάθειά τους να ξεφύγουν την σύλληψη και την καταστροφή των έργων του. Ελάτε λοιπόν μαζί μου στην Ιταλία του όγδοου αιώνα.
Λίζα Τ. Μπέργκρεν (facebook)
Lisa T. Bergren (site)
Η ωραιότερη ζωγραφιά της Μαρίνας
Η Κατερίνα Παπανικολάου με τη βοήθεια των εικόνων της Νίκης Λεωνίδου ομορφαίνουν την ζωή μας και συγκινούν την ψυχή μας μέσα από τις κυβικές σελίδες του βιβλίου των που την έκδοσή του εμπιστεύθηκαν τον "ΤΑΞΙΔΕΥΤΗ". "Ακούτε" λοιπον ένα απόσπασμα με τ' αυτιά της φαντασία σας !
"Σαν άσπρες μέρες, σκορπισμένες πάνω σε πράσινο χαλί. μοιάζουν τα σπίτια του μικρού χωριού, αν τα δει κανείς από μακριά, απ' τη στροφή του δρόμου. Το χωριό της Μαρίνας είναι σκαρφαλωμένο στην πλαγιά του βουνού, ανάμεσα σε καρυδιές και καστανόδενδρα. Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε η Μαρίνα. Εκεί πρωτοπήγε σχολείο. Να! Στο μικρό εκέινο σπίτι με τα μεγάλα παράθυρα, δίπλα στην εκκλησία.
Το χειμώνα, όταν όλα ήταν κάτασπρα απ' το χιόνι στο μικρό χωριό, τα παιδιά στο σχολείο μαζεύονταν γύρω από τη σόμπα να ζεσταθούν. Την ταίζανε με ξύλα και στο διάλειμμα ψήνανε ψωμί, κάστανα και καρύδια. Μύριζε ως και την αυλή καψαλιστό, ζυμωτό ψωμί με καρυδόμελο. Και τότε η δασκάλα διάλεγε να τους πεί το παραμύθι, το κουκί και το ρεβίθι.
Και την άνοιξη... Αχ! αυτή η άνοιξη! Το μικρό σχολείο έμοιαζε με ζωγραφιά. Τα παρτέρια γέμιζαν λουλούδια, η αυλή πρασινάδα, τα δένδρα άνθη και από τη βρύση έτρεχε γάργαρο νερό. Έβγαινε από τα σπλάχνα της γης. Ήταν το νερό της πηγής. Ο παπού της Μαρίνας είχε χτίσει μια βρύση εκεί, με τα ίδια του τα χέρια. "Είναι για τα παιδιά", είχε πει, "για να ξεδιψούν με καθαρό νερό"
Πόσο αγαπούσε η Μαρίνα το σχολείο της, τη δασκάλα της, τους συμμαθητές της! Εκεί ήταν όλοι σαν μια οικογένεια. Μαζί έτρωγαν, έκαναν αστεία, ζωγράφιζαν. Πάντα ζωγράφιζαν στο μεγάλο τραπέζι. Η ζωγραφική ήταν η πιό αγαπημένη ασχολία της Μαρίνας. Και τί δεν έφτιαχνε το θαυματουργό χεράκι της. Πουλιά, δένδρα, λουλούδια, παιδάκια. Κανένα χρώμα δεν ξεχώριζε. Όλα τ' αγαπούσε το ίδιο. Γι' αυτό κι οι ζωγραφιές της ήταν όμορφες, λουσμένες μ' όλα τα χρώματα.
Μια μέρα μετά το σχολείο οι γονείς της Μαρίνας της είπαν τα νέα"...
Ποιά όμως ήταν αυτά; Τι μέρες θα ξημέρωναν από δώ και μπρος για τη μικρή Μαρίνα; Οι απαντήσεις φυσικά στο παραμυθάκι που σας περιμένει ολοζώντανο να σας μιλήσει!
(Για την αντιγραφή και την προβολή Χρίστος Ρουμελιώτης)
Ένας καλλιεργημένος λύκος
Ένας καλλιεργημένος λύκος
Απόσπασμα από το παραμύθι της Μπέκη Μπλούμ με εικονογράφηση του Πασκάλ Μπιέ από τον εκδοτικό οίκο ΖΕΒΡΟΔΕΙΛΟ. Μέρες τώρα ο Λύκος τριγυρνούσε στο χωριό. Πονούσαν οι πατούσες του από το περπάτημα και το στομάχι του γουργούριζε ασταμάτητα από την πείνα. Οι άνθρωποι βλέπεις είχαν γίνει ταχύποπτοι… Δεν εμπιστεύονταν πιά κανένα, πόσο μάλιστα ένα πεινασμένο λύκο. Όχι φαγητό δεν του δίνανε, ούτε καλημέρα δεν του λέγανε! Ξαφνικά, ο Λύκος θυμήθηκε πως υπήρχε ένα αγρόκτημα στα περίχωρα. Ισως εκεί να του χαμογελούσε η τύχη. Όταν έφτασε στο αγρόκτημα πλησίασε πολύ προσεκτικά στο φράκτη και… είδε από μακριά ένα γουρούνι, ένα παπί και μια αγελάδα να διαβάζουν στη λιακάδα! Κάνουν πουλάκια τα μάτια μου από τη πείνα… σκέφτηκε ο Λύκος. Πρώτη φορά έβλεπε παπιά, γουρούνια κι αγελάδες να διαβάζουν! Η υπόθεση όμως δεν χωρούσε αναβολή.Πεινούσε και έπρεπε να ορμήσει… Απάνω τους! «ΟΥΑ-Α-Α-Α-Α-Α!» έκανε ο Λύκος και κουνέλια και κοτόπουλα το’ βαλαν πανικόβλητα στα πόδια. «Τι είναι αυτή η φασαρία;» ρώτησε ενοχλημένη η Αγελάδα. «Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στο βιβλίο μου!» «Αγνόησέ τον» είπε το Παπί, ενώ το Γουρούνι συνέχισε να διαβάζει ατάραχο….
Και η συνέχεια φυσικά στο χωριό με τα καλλιεργημένα ζώα!
Απόσπασμα από το παραμύθι της Μπέκη Μπλούμ με εικονογράφηση του Πασκάλ Μπιέ από τον εκδοτικό οίκο ΖΕΒΡΟΔΕΙΛΟ. Μέρες τώρα ο Λύκος τριγυρνούσε στο χωριό. Πονούσαν οι πατούσες του από το περπάτημα και το στομάχι του γουργούριζε ασταμάτητα από την πείνα. Οι άνθρωποι βλέπεις είχαν γίνει ταχύποπτοι… Δεν εμπιστεύονταν πιά κανένα, πόσο μάλιστα ένα πεινασμένο λύκο. Όχι φαγητό δεν του δίνανε, ούτε καλημέρα δεν του λέγανε! Ξαφνικά, ο Λύκος θυμήθηκε πως υπήρχε ένα αγρόκτημα στα περίχωρα. Ισως εκεί να του χαμογελούσε η τύχη. Όταν έφτασε στο αγρόκτημα πλησίασε πολύ προσεκτικά στο φράκτη και… είδε από μακριά ένα γουρούνι, ένα παπί και μια αγελάδα να διαβάζουν στη λιακάδα! Κάνουν πουλάκια τα μάτια μου από τη πείνα… σκέφτηκε ο Λύκος. Πρώτη φορά έβλεπε παπιά, γουρούνια κι αγελάδες να διαβάζουν! Η υπόθεση όμως δεν χωρούσε αναβολή.Πεινούσε και έπρεπε να ορμήσει… Απάνω τους! «ΟΥΑ-Α-Α-Α-Α-Α!» έκανε ο Λύκος και κουνέλια και κοτόπουλα το’ βαλαν πανικόβλητα στα πόδια. «Τι είναι αυτή η φασαρία;» ρώτησε ενοχλημένη η Αγελάδα. «Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στο βιβλίο μου!» «Αγνόησέ τον» είπε το Παπί, ενώ το Γουρούνι συνέχισε να διαβάζει ατάραχο….
Και η συνέχεια φυσικά στο χωριό με τα καλλιεργημένα ζώα!
Μου αρέσω
(Απόσπασμα)
Δεν είναι εύκολο να εμπιστευτώ έναν εαυτό για τον οποίο αμφιβάλλω, επικρίνω, ή περιφρονώ. Πώς να εμπιστευτώ έναν εαυτό που συχνά βάζω στη γωνία γιατί δεν είναι αρκετά ικανός, ή αρκετά δυνατός, ή αρκετά μάγκας; ‘Όταν έχω συναισθήματα δυσαρέσκειας ή προσδοκίας για τον εαυτό μου τότε είναι δύσκολο να μιλήσω για αυτοεμπιστοσύνη. Πως μπορώ να βασιστώ σ’ ένα εαυτό που δεν μ’ αρέσει; Σ’ ένα εαυτό που μ’ έχει εκθέσει, που μ’ χει αφήσει να πληγωθώ, ή που μ’ έχει μπερρδέψει;
Είναι δύσκολο να κοιτάξω αυτό τον εαυτό στον καθρέπτη, αυτόν που τα έχει κάνει θάλασσα στις σχέσεις, αυτόν που δεν κατάφερε να πάρει εκείνο το πτυχείο, αυτόν που δεν μπορεί να χάσει τα περιττά κιλά, αυτόν που ντρέπεται να κάνει έρωτα έτσι όπως θα του άρεσε πραγματικά, αυτόν που χρωστάει στις τράπεζες και έχει πανικοβληθεί, αυτόν που δεν βρίσκει δουλειά. Πως μπορώ να δώσω σ’ αυτόν τον εαυτό μια ευκαιρία; Φοβάμαι πως θα τα κάνει πάλι μούσκεμα. Είναι σχεδόν βέβαιο πως θα τα κάνει πάλι μούσκεμα.
Όλα αυτά ή κάποια από αυτά, θα μπορούσατε κι εσείς να τα πείτε στον εαυτό σας. Σίγουρα η ζωή μας δεν μπορεί να είναι γεμάτη επιτυχίες και βραβεία. Μια φυσιολογική ζωή έχει φόβους, δισταγμούς δυσκολίες και αποτυχίες. Όλοι έχουμε την εμπειρία να έχουμε προσπαθήσει κάτι και να μην τα έχουμε καταφέρει. Σε όλους μας έχει συμβεί να επιθυμήσουμε κάτι, να πιστέψουμε πως θα το αποκτήσουμε και τελικά να αναγκασθούμε να παραιτηθούμε. Επομένως σε κάποιο βαθμό όλοι έχουμε προδοθεί από τον ευατό μας που έχει πιστέψει πως θα τα καταφέρει! Η εμπιστοσύνη προς τον εαυτό μας γεννιέται από τη δύναμη της συγχώρεσης. Πρέπει να κλείσουμε τα μάτια και πολύ μαλακά, με πολύ προσοχή να πλησιάσουμε αυτόν τον εαυτό που μας απογοητεύει και να του μιλήσουμε όπως θα μιλούσαμε σε ένα φίλο που έχει την ανάγκη μας. Να τον πλησιάσουμε διακριτικά χωρίς άγχος. Δεν είναι τόσο τρομερό που είμαστε θυμωμένοι. Σίγουρα είναι πολύ ευχάριστο να είμαστε χαρούμεοι. Όμως ο εαυτός που πονάει, πληγώνεται ή θυμώνει, έχει και αυτός δικαίωμα στη ζωή. Αυτός ο εαυτός ζητάει δικαίωμα στη ζωή. Αυτός ο εαυτός ζητάει την αποδοχή μας. Μόνο αν αποδεχτούμε τον εαυτό μας έτσι όπως είναι, άνευ όρων, μόνο τότε το έδαφος το έδαφος γίνεται γόνιμο για να βλαστήσει η αυτοεκτίμηση (Foundation for Inner Peace, 1975)…
Σ΄ αυτούς φίλοι μου και σε πολλούς άλλους προβληματισμούς η Σμαρούλα Παντελή δίνει απαντήσεις τόσο απλές και τόσο εφαρμόσιμες ! όχι ρετσέτες βέβαια αλλά όμορφες στρογγυλές προτάσεις για ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤO ΑΔΙΕΞΟΔΟ!
1. Δεν χάθηκε ο κόσμος αν κάνω λάθος!
2. Έχω το δικαίωμα να ζητήσω βοήθεια
3. Είναι εν τάξει αν νιώθω κάποιο δυσάρεστο συναίσθημα
4. Δεν κινδυνεύω από τα δυσάρεστα συναισθήματα
5. Εχω το δικαίωμα να κάνω όνειρα και να επιθυμώ να τα εκπληρώσω. ..
Δεν είναι εύκολο να εμπιστευτώ έναν εαυτό για τον οποίο αμφιβάλλω, επικρίνω, ή περιφρονώ. Πώς να εμπιστευτώ έναν εαυτό που συχνά βάζω στη γωνία γιατί δεν είναι αρκετά ικανός, ή αρκετά δυνατός, ή αρκετά μάγκας; ‘Όταν έχω συναισθήματα δυσαρέσκειας ή προσδοκίας για τον εαυτό μου τότε είναι δύσκολο να μιλήσω για αυτοεμπιστοσύνη. Πως μπορώ να βασιστώ σ’ ένα εαυτό που δεν μ’ αρέσει; Σ’ ένα εαυτό που μ’ έχει εκθέσει, που μ’ χει αφήσει να πληγωθώ, ή που μ’ έχει μπερρδέψει;
Είναι δύσκολο να κοιτάξω αυτό τον εαυτό στον καθρέπτη, αυτόν που τα έχει κάνει θάλασσα στις σχέσεις, αυτόν που δεν κατάφερε να πάρει εκείνο το πτυχείο, αυτόν που δεν μπορεί να χάσει τα περιττά κιλά, αυτόν που ντρέπεται να κάνει έρωτα έτσι όπως θα του άρεσε πραγματικά, αυτόν που χρωστάει στις τράπεζες και έχει πανικοβληθεί, αυτόν που δεν βρίσκει δουλειά. Πως μπορώ να δώσω σ’ αυτόν τον εαυτό μια ευκαιρία; Φοβάμαι πως θα τα κάνει πάλι μούσκεμα. Είναι σχεδόν βέβαιο πως θα τα κάνει πάλι μούσκεμα.
Όλα αυτά ή κάποια από αυτά, θα μπορούσατε κι εσείς να τα πείτε στον εαυτό σας. Σίγουρα η ζωή μας δεν μπορεί να είναι γεμάτη επιτυχίες και βραβεία. Μια φυσιολογική ζωή έχει φόβους, δισταγμούς δυσκολίες και αποτυχίες. Όλοι έχουμε την εμπειρία να έχουμε προσπαθήσει κάτι και να μην τα έχουμε καταφέρει. Σε όλους μας έχει συμβεί να επιθυμήσουμε κάτι, να πιστέψουμε πως θα το αποκτήσουμε και τελικά να αναγκασθούμε να παραιτηθούμε. Επομένως σε κάποιο βαθμό όλοι έχουμε προδοθεί από τον ευατό μας που έχει πιστέψει πως θα τα καταφέρει! Η εμπιστοσύνη προς τον εαυτό μας γεννιέται από τη δύναμη της συγχώρεσης. Πρέπει να κλείσουμε τα μάτια και πολύ μαλακά, με πολύ προσοχή να πλησιάσουμε αυτόν τον εαυτό που μας απογοητεύει και να του μιλήσουμε όπως θα μιλούσαμε σε ένα φίλο που έχει την ανάγκη μας. Να τον πλησιάσουμε διακριτικά χωρίς άγχος. Δεν είναι τόσο τρομερό που είμαστε θυμωμένοι. Σίγουρα είναι πολύ ευχάριστο να είμαστε χαρούμεοι. Όμως ο εαυτός που πονάει, πληγώνεται ή θυμώνει, έχει και αυτός δικαίωμα στη ζωή. Αυτός ο εαυτός ζητάει δικαίωμα στη ζωή. Αυτός ο εαυτός ζητάει την αποδοχή μας. Μόνο αν αποδεχτούμε τον εαυτό μας έτσι όπως είναι, άνευ όρων, μόνο τότε το έδαφος το έδαφος γίνεται γόνιμο για να βλαστήσει η αυτοεκτίμηση (Foundation for Inner Peace, 1975)…
Σ΄ αυτούς φίλοι μου και σε πολλούς άλλους προβληματισμούς η Σμαρούλα Παντελή δίνει απαντήσεις τόσο απλές και τόσο εφαρμόσιμες ! όχι ρετσέτες βέβαια αλλά όμορφες στρογγυλές προτάσεις για ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤO ΑΔΙΕΞΟΔΟ!
1. Δεν χάθηκε ο κόσμος αν κάνω λάθος!
2. Έχω το δικαίωμα να ζητήσω βοήθεια
3. Είναι εν τάξει αν νιώθω κάποιο δυσάρεστο συναίσθημα
4. Δεν κινδυνεύω από τα δυσάρεστα συναισθήματα
5. Εχω το δικαίωμα να κάνω όνειρα και να επιθυμώ να τα εκπληρώσω. ..
Στα χρόνια της Αποκάλυψης
(Απόσπασμα) Το γεφυράκι
Το ρέμα έμενε ξερό στις αναβροχιές, με τους απότομους, χωματένιους όχτους του φορτωμένους αγριόχορτα, χαμομήλια και γαϊδαροτσουκνίδες με χνουδωτά μαβιά κεφάλια που κατέβαιναν ίσια με κάτω, στην κοιλιά του. Εκεί όλα βρίσκοταν ανάκατα. Ξερόχορτα, πέτρες, χώματα, σκουπίδια και, που και που, πίσω από τις μεγάλες ριζωμένες πέτρες, λίγες φούχτες ποταμίσια άμμος, που κάθε φορά, καθώς έτρεχε το νερό, άλλαζε θέση και μάζωξη, αλλά δεν έφευγε. ‘Έμενε ‘κει και ήταν οι γνώριμοί μας αμμουδότοποι. Σαν πιάναν, όμως, οι φθινοπωριάτικες νεροποντές, τότε αρχές του Οκτώβρη, μα και νωρίτερα πολλές φορές, το ρέμα ζωντάνευε. Ξεφυσούσε, βαριανάσαινε και ταρακουνιόταν, καθώς κατέβαζε με ορμή αφρισμένα λασπόνερα, ανάκατα με ξερόκλαδα, ξεραμένα χορτάρια και λογής λογής σκουπίδια. Τι πράγμα, στ’ αλήθεια, ήταν εκείνες οι κατεβασιές και πως καταχτυπιόταν το νερό στους όχτους και κλωθογύριζε μέσα στις θυλακωσιές, καθώς ανεβοκατέβαινε. Κι ύστερα από λίγο η δύναμή του έπεφτε, μέχρι που αργοκυλούσε λιγοστό, στο βάθος σα μπαλόνι που ξεφούσκωνε σιγά σιγά! Πρώτα ερχόταν ένα βουητό, όμοιο με απόμακρο μουγκανητό και τότε όποιος τύχαινε μέσα στο ρέμα, έτρεχε να βγεί επάνω, γιατί το νερό ορμούσε στο λεπτό και ανέβαινε, κάποτε ίσιαμε με το μπόι ανθρώπου. Στη γειτονιά λέγανε πως τα ζώα, γάτες και σκύλοι, οσμίζονταν την κατεβασιά, γιατί λέει, πρώτα ερχόταν ένας αέρας κάτω από τη γέφυρα του πιο πάνω ασφαλτοστρωμένου δρόμου που έφερνε το χνώτο του νερού στα ρουθούνια τους. Κι αυτά έτρεχαν και ανέβαιναν στον όχτο να σωθούν, μην τάβρει το νερό και τα παρασύρει στο διάβα του. Εμάς, παιδιά, μας άρεσε να βλέπουμε το νερό να τρέχει φουσκωμένο κσι ρίχναμε, σαν ηρεμούσε, χάρτινα καραβάκια με την ευχή να τα πάει στη θάλασσα να ταξιδεύουν, να φύγουν μακριά, λεύτερα από το μαράζι της Κατοχής. Η προσμονή της λευτεριάς μαγνήτιζε μικρούς και μεγάλους. Ονειροπεθυμιά και ηδονή μαζί, αξεδιάλυτα…
Ο Βασίλης Θωμαίδης μαζώνοντας από τη μνήμη του ό,τι έχει απομείνει... συντεριάζει τις γραφές σε τούτο δώ το τετράδιο με τις 574 σελίδες. Πιάνει μία μία τις θύμισες και τις δένει. Τούς δίνει το τόπο που τους ανήκει. Μιλά με την αφτειασίδωτη γλώσσα ενός παιδιού για όσα γνώρισε και είδε με τα αθώα μάτια του στην Κατοχή των δωσιλόγων, των ναζί και μετά μέσα στο άδικο αίμα του αδελφοσκοτωμού...
Το ρέμα έμενε ξερό στις αναβροχιές, με τους απότομους, χωματένιους όχτους του φορτωμένους αγριόχορτα, χαμομήλια και γαϊδαροτσουκνίδες με χνουδωτά μαβιά κεφάλια που κατέβαιναν ίσια με κάτω, στην κοιλιά του. Εκεί όλα βρίσκοταν ανάκατα. Ξερόχορτα, πέτρες, χώματα, σκουπίδια και, που και που, πίσω από τις μεγάλες ριζωμένες πέτρες, λίγες φούχτες ποταμίσια άμμος, που κάθε φορά, καθώς έτρεχε το νερό, άλλαζε θέση και μάζωξη, αλλά δεν έφευγε. ‘Έμενε ‘κει και ήταν οι γνώριμοί μας αμμουδότοποι. Σαν πιάναν, όμως, οι φθινοπωριάτικες νεροποντές, τότε αρχές του Οκτώβρη, μα και νωρίτερα πολλές φορές, το ρέμα ζωντάνευε. Ξεφυσούσε, βαριανάσαινε και ταρακουνιόταν, καθώς κατέβαζε με ορμή αφρισμένα λασπόνερα, ανάκατα με ξερόκλαδα, ξεραμένα χορτάρια και λογής λογής σκουπίδια. Τι πράγμα, στ’ αλήθεια, ήταν εκείνες οι κατεβασιές και πως καταχτυπιόταν το νερό στους όχτους και κλωθογύριζε μέσα στις θυλακωσιές, καθώς ανεβοκατέβαινε. Κι ύστερα από λίγο η δύναμή του έπεφτε, μέχρι που αργοκυλούσε λιγοστό, στο βάθος σα μπαλόνι που ξεφούσκωνε σιγά σιγά! Πρώτα ερχόταν ένα βουητό, όμοιο με απόμακρο μουγκανητό και τότε όποιος τύχαινε μέσα στο ρέμα, έτρεχε να βγεί επάνω, γιατί το νερό ορμούσε στο λεπτό και ανέβαινε, κάποτε ίσιαμε με το μπόι ανθρώπου. Στη γειτονιά λέγανε πως τα ζώα, γάτες και σκύλοι, οσμίζονταν την κατεβασιά, γιατί λέει, πρώτα ερχόταν ένας αέρας κάτω από τη γέφυρα του πιο πάνω ασφαλτοστρωμένου δρόμου που έφερνε το χνώτο του νερού στα ρουθούνια τους. Κι αυτά έτρεχαν και ανέβαιναν στον όχτο να σωθούν, μην τάβρει το νερό και τα παρασύρει στο διάβα του. Εμάς, παιδιά, μας άρεσε να βλέπουμε το νερό να τρέχει φουσκωμένο κσι ρίχναμε, σαν ηρεμούσε, χάρτινα καραβάκια με την ευχή να τα πάει στη θάλασσα να ταξιδεύουν, να φύγουν μακριά, λεύτερα από το μαράζι της Κατοχής. Η προσμονή της λευτεριάς μαγνήτιζε μικρούς και μεγάλους. Ονειροπεθυμιά και ηδονή μαζί, αξεδιάλυτα…
Ο Βασίλης Θωμαίδης μαζώνοντας από τη μνήμη του ό,τι έχει απομείνει... συντεριάζει τις γραφές σε τούτο δώ το τετράδιο με τις 574 σελίδες. Πιάνει μία μία τις θύμισες και τις δένει. Τούς δίνει το τόπο που τους ανήκει. Μιλά με την αφτειασίδωτη γλώσσα ενός παιδιού για όσα γνώρισε και είδε με τα αθώα μάτια του στην Κατοχή των δωσιλόγων, των ναζί και μετά μέσα στο άδικο αίμα του αδελφοσκοτωμού...
Ο λαγός και η χελώνα
Ένας εγωιστής Λαγός που πήρε το θάρρος να αναγνωρίσει στο πρόσωπο του αντιπάλου του Χελώνας μια παν-ζωική αξία που λεγόταν ΕΙΡΗΝΗ !
Μια φορά και ένα καιρό σε ένα δάσος ζούσε ένας Λαγός με όλα τα’ άλλα ζώα! Αλλά στο δάσος του Λαγού τα ζώα δεν τα πήγαιναν τόσο καλά… Τσακώνονταν από το πρωί μέχρι το βράδυ! Ο κυρ-Κάστορας και οι πάπιες μαλώνανε για το φράγμα στη λιμνούλα. Η Τυφλοποντικίνα και ο κυρ-Ασβός καυγαδίζανε όλη μέρα για τα λαγούμια που σκάβανε. Η κυρία Κουκουβάγια και τα σκιουράκια τσακόνωνταν για το κάθε κλαδί και κλαδάκι στο δάσος, ενώ οι ενυδρίδες και η κυρ-Αρκούδα τσακώνονταν για το ποιός θα πιάσει πρώτος το μέρος με τα περισσότερα ψάρια στο ποτάμι!
Μονάχα ο Λαγός δεν τσακωνόταν με κανένα. Γιατί να τσακωθεί; Ο Λαγός ήταν το πιο γρήγορο ζώο στο δάσος ένας πρωταθλητής! Και οι συνήθειες του ήταν φυσικά συνήθειες πρωταθλητή. Κάθε πρωί… γυμναζόταν ελαφρά… έτρωγε αργά πρωινό… διάβαζε αθλητικά νέα… και έπαιρνε ένα υπνάκο… Το απόγευμα στολιζόταν με τα μετάλλιά του και έβγαινε για βόλτα!...
Δείτε παρακαλώ τη συνέχεια του παραμυθιού της Μπέκη Μπλούμ στο πρωτότυπα εικονογραφημένο από τον Πέβελ Πάλβακ παραμυθάκι Ο ΛΑΓΟΣ και η ΧΕΛΩΝΑ
Ο Μπουρμπουλήθρας
Όλα τα παραμυθάκια είναι όμορφα. Μα ένα που ξεχωρίζει ιδιαίτερα είναι ο Μπουρμπουλήθρας! Η Κατερίνα Παπανικολάου με μαέστρο εικονογράφο τον Antonio Corselli μας μεταφέρει στο βυθό της θάλασσας για να παρακολουθήσουμε μια απίστευτη ιστορία του Μπουρμπουλήθρα! Αχ αυτός ο μικρός «ιχθύς» τι ζωηρός, σαν παιδί, που είναι! Έφτασε να τα βάλει με ένα καρχαρία! Έτσι για να του μπει στο …δόντι και να μην νομίσει ότι έ! είναι μόνο αυτός και όχι άλλος πιο ευέλικτος στον υδάτινο κόσμο! Εν πάσει περιπτώσει εγκαίρως όμως κατάλαβε τον κίνδυνο και προτίμησε το «η ζωή είναι ωραία» ! Διαβάστε την αρχή του παραμυθιού εδώ:
Κάτω εκεί, στο βυθό της γαλάζιας θάλασσας, που είναι γεμάτη κοράλλια και φύκια, ζούσε ένα μικρό ψαράκι, ο Μπουρμπουλήθρας. Μικρό μα πολύ τολμηρό! Ο Μπουρμπουλήθρας πάντα κολυμπούσε φορώντας τα κίτρινα βατραχοπέδιλά του. Τα αγαπούσε πολύ και δεν τα αποχωριζότανε ποτέ. Του τα είχε κάνει δώρο ο νουνός του, ο Φουσκαλήθρας. Μια μέρα καθώς έπαιζε κρυφτό με τους φίλους του, έχασε το ένα βατραχοπέδιλό του. Το δεξί του για την ακρίβεια. Έβαλε λοιπόν την μάσκα της κατάδυσης και ξεκίνησε με τόλμη να το βρει. Θα κολυμπούσε έστω και με ένα βατραχοπέδιλο! Το αριστερό του για την ακρίβεια! Έτσι άρχισε η εξερεύνησή του στη πλατιά γαλάζια θάλασσα. Μα τι απέραντη που ήταν ! Γεμάτη πολύχρωμα φυτά και βράχους. Δεν ήξερε που να πρωτοκυτάξει…
... το βρήκε το βατραχοπέδιλό του;
... ποιός του το είχε πάρει;
... το πήρε πίσω;
... τι έκανε μετά ο Μπουρμπουλήθρας;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)