Παραφωνία στον κυνισμό των αντιποιητικών ημερών είναι το αισθαντικό αφήγημά του «Πέρασαν πάνω μου» («Πύλες»), ένα «πεζό λυρικό ποίημα» όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος, που στάθηκε και αφορμή της «μαχητικής» κουβέντας μαζί του. «Τούτο το αφήγημα γράφτηκε για όλους όσοι ένιωσαν τη ζωή τους να κινείται σε τροχιές όπου εναλλάσσονται ο πόνος και η ηδονή, η απελπισία και η ανάταση», μας προετοιμάζει για το έργο. Παραδέχεται, πάντως, ότι είναι «ένα λυρικό ξέσπασμα».
«Είναι λυρικό ξέσπασμα γιατί είμαι λυρικός λογοτέχνης, που κατάγεται από τη γενιά τού '30», εξηγεί. «Και για το λόγο αυτό θεωρούμαι το "μαύρο πρόβατο". Ενας ημιπεριθωριακός συγγραφέας. Υπάρχουν συγγραφείς της βιβλιοθήκης, που έχουν το μύθο δανεικό από την Ιστορία, ενώ ο μύθος πρέπει να ξεκινά από την καρδιά και τον περίγυρο. Η λογοτεχνία είναι εγκάρδια υπόθεση. Δεν είναι υπόθεση του νου. Υπάρχουν όμως συγγραφείς που συμβιβάστηκαν και ήταν τυμβωρύχοι ιστοριών που απλώς δεν είχαν λήξει».
«Πέρασαν πάνω μου». Είναι ο τίτλος και η επωδός ενός σύγχρονου Σισύφου, που φαντάζει το alter ego του συγγραφέα. «Το αφήγημά μου αφορά ανθρώπους με όραμα, φαντασία, ανθρώπους "διαφορετικούς". Είναι άνθρωποι που δρουν αντιλογικά, με τη συναισθηματική λογική».
Το κείμενο συνοδεύεται από φωτογραφίες του, που αντί λεζάντας έχουν ένα ποίημα. «Με τη φωτογραφία ασχολούμαι 30 χρόνια», λέει για ένα μεγάλο έρωτά του. Σπούδασε στο πλευρό του Πλάτωνα Ριβέλλη και άφησε, μεταξύ άλλων, σημαντικό «καρπό» την ασπρόμαυρη καταγραφή σκηνών από τη ζωή των Τσιγγάνων.
«Τεράστια κομμάτια πραγματικότητας που περνάνε μπροστά από τα μάτια μου ξαφνικά γίνονται λέξεις, και αυτές οι λέξεις φωτογραφίες, φτιάχνοντας δικό τους νόημα. Είναι ένα πάρε- δώσε», εξηγεί. «Γιατί η φωτογραφία είναι κίνηση αγάπης. Δεν ακινητοποιεί το χρόνο. Απλά τον χαϊδεύει»...