τα μάτια του χαμηλά στη γη
να ψάχνουν ψίχουλα ελπίδας
Τον κοίταξα και ένιωσα τύψεις που ήμουν άνθρωπος.
Πιο πέρα συνάντησε ένα κάδο με σκουπίδια
Σταμάτησε και άπλωσε τα χέρια του
να πιάσει την τύχη.
'Άδειος από ελπίδα κάθισε σε ένα παγκάκι
και κοίταζε τον ήλιο που φόραγε τα καλά του.
Κόκκινος όσο ποτέ έπαιζε παιχνίδια στη φτώχεια του.
Τότε τον ρώτησα πως τον λένε
μου απάντησε "άνθρωπο"
Το δικό μου όνομα το είχα ξεχάσει
Α! ναι Απάνθρωπο!
Ηρώ Κακαζάνη "ΗΝΕΜΟΕΣΑ"
Από την τοπική εφημερίδα "Ο Χρόνος" Κομοτηνή