ΘΑΛΕΡΟ
Φλογάτη, γελαστή,ζεστή, από τα αμπέλια απάνωθεν
Εκοίταγε ή σελήνη
Κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλέυοντας
Μες σε διπλή γαλήνη.
Βαριά τα χόρτα, ιδρώνανε στην άψηλην απανεμιά
Το θυμωμένο γάλα
Κι από τα κλήματα τα νιά, που της πλαγιάς ανέβαιναν
Μακριά-πλατιά τη σκάλα.
Σουρίζανε οι αμπελουργοί φτερνίζοντας, εσιόντανε
Στον όχτο οι καλογιάννοι,
Κι απλών απάνω στο φεγγάρι ή ζέστα
αραχνοΰφαντο Κεφαλοπάνι…
Στο σύρμα μες στο γέννημα, μονάχα τρία καματερά,
Το ‘να από τ ’άλλο πίσω,
Την κρεμαστή τους τραχηλιά κουνώντας, τον ανήφορο
Ξεκκόβαν το βουνίσιο.
Σκυφτό, τη γής μυρίζοντας, και το λιγνό λαγωνικό,
Με γρήγορα ποδάρια,
Στου δειλινού τη σιγαλιά βράχο το βράχο επήδαγε
Ζητώντας μου τα χνάρια,
Και κάτου απ’ την κληματαριά την άγουρη μ’ επρόσμενε,
Στο ξάγναντο το σπίτι,
Στρωτό τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ομπρός του κρεμαστό,
Το φώς του Αποσπερίτη…
Εκεί κερήθρα μόφερε, ψωμί σταρένιο, κρύο νερό
Η αρχοντοθυγατέρα,
Όπου ‘χε από τη δύναμη στον πετρωτό της το λαιμό
Χαράκι ως περιστέρα
Που η όψη της, σαν της βραδιάς το λάμπο, έδειχνε διάφωτη
Της παρθενίας τη φλόγα,
Κι απ’ τη σφικτή της ντυμασιά, στα στήθια της τ’ αμάλαγα,
Χωριζ’ ολόρτη η ρώγα
Που ομπρός από το μέτωπο σε δύο πλεξούδες τα μαλλιά
Πλεμένα είχε σηκώσει,
Σαν τα σχοινιά του καραβιού, που δε θα μπορεί ή φούχτα μου
Νάν της τα χερακώσει.
Λαχανιασμένος στάθη έκει κι ο σκύλος π’ απαγανάχτησε
Στα ορτά τα μονοπάτια,
Κι ασάλευτος στα μπροστινά, με κοίταγε, προσμένοντας
Μια σφήνα, μες στα μάτια.
Εκεί τ’ αηδόνια ως άκουγα, τρίγυρα μου, και τους καρπούς
Γευόμουν απ’ το δίσκο,
Είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού
Βαθιά στον ουρανίσκο…
Σα σε κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε ή ψυχή,
Πασίχαρο μελίσσι,
Που όλο κρυφά πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ωσάν τσαμπιά
Στα δέντρα ν’αμολήσει.
Και ένιωθα κρούσταλλο τη γη στα πόδια μου αποκάτωθε
Και διάφανο το χώμα,
Γιατί πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου υψωνόναντε
Μ’ αδρό, γαλήνιο σώμα.
Εκεί μ’ άνοιξαν το παλιό κρασί, που πλέριο ευώδισε
Μες στην ιδρένια στάμνα,
Σαν τη βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεί κατάψυχρη
Νύχτα δροσιά τα θάμνα…
Φλογάτη, γελαστή εκεί η καρδιά μου δέχτηκε
Ν’ αναπαυτεί λιγάκι
Πα σε σεντόνια ευωδερά από βότανα, και γαλανά
Στη βάψη από λουλάκι…
Το «Θαλερό» γράφεται ανάμεσα στο Μάρτιο και το Μάιο του 1914… Στο ποίημα αυτό ο Σικελιανός κατέθετε άμεσα βιώματά του: από την παραθαλάσσια Συκιά όπου έμενε, ανηφόριζε συχνά στο κοντινό ορεινό χωριό με το όνομα Θολερό. Εδώ τίποτα δεν είναι θολό. Όλα θάλλουν. ‘Όχι λοιπόν θολερό αλλά Θαλερό» Το ποίημα και η σημείωση είναι από το μηνιαίο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ Σεπ. 2005 άρθρο Κώστα Μπουρναζάκη για το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού «Θαλερό»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου