Το παραμυθάκι αυτό έχει γράψει ο Χρίστος Ρουμελιώτης/
«Κάθε γράψιμο είναι μια συνομιλία με τον εαυτό μας»
Ήταν ένα λουλουδάκι που έμοιαζε με χωνάκι !
ή καλλίτερα με παλιό γραμμοφωνάκι !
και είχε ένα πολύ όμορφο μωβ χρωματάκι
Σαν να ήθελε να πει ένα τραγουδάκι !
Είχε γύρω γύρω ίδια λουλουδάκια ίσως αδελφάκια
Κι όλα κει ήταν σκαρφαλωμένα !
Σ’ έναν όχτο, σε μια μάντρα απλωμένα !
Είχε κι άλλα κάμποσα μέσα σε μια γράνα σπαρμένα !
Και άλλα μέσα σε μια λεμονιά ανεβασμένα !
Ήταν όλα μαζί με φυλλαράκια αγκαλιασμένα και
Παρέα κάνανε σε μια ξεχασμένη λιμνούλα !
Από τους ανθρώπους και τη πούλια !
Βατραχάκια δεν ακούγονταν στη λιμνούλα
και τα άλλοτε πράσινα πλούσια νερά της
ήσαν τώρα ρουφηγμένα και τα μούσκλια αραιωμένα !
Που άραγε τα βατραχάκια να ήσαν τώρα κρυμμένα ;
Αλλά όχι ψέματα ψέματα είχανε αφήσει ένα φύλακα ο οποίος ήταν κάπου κει άγρυπνος και αμίλητος ! Λουλουδάκι πως σε λένε; ρώτησε το κοριτσάκι.
Ρολογάκι της απάντησε αυτό.
Και τί ρόλο παίζεις εσύ εδώ;
Είσαι φυτεμένο ή στη τύχη φυτρωμένο;
Κοριτσάκι άκου να σου πω το κήπο αυτό πολύ τον αγαπώ
και ζω πολλά χρόνια εδώ !
Γιαυτό την ιστορία του θα σου διηγηθώ !
Κάποτε αυτός ο κήπος ήταν γεμάααααααατος από ζωή.
Ο παππούς η γιαγιά και η Ζωή κατέβαιναν βράδυ πρωί
Πότιζαν με της λιμνούλας τα νερά τα ζαρζαβατικά
Και περίσσευε και μπόλικο νεράκι για τη γειτονιά !
Και όλα τα δένδρα ένιωθαν μια μεγάαααάλη χαρά !
Σαν έβλεπαν μπόι να παίρνουν και καρπούς να δίνουν με τον …κουβά !
Οι λεμονιές ήσαν πολύ χαρούμενες. Καταπράσσινες και φορτωμένες με χρυσοκίτρινα σκουλαρίκια σαν κυρίες που ετοιμάζονται να βγουν το βράδυ στο χορό. Η μια κάμωνε πως ήταν πιό όμορφη από την άλλη ! Και πάσχιζε να ευχαριστήσει με τους καλλίτερους καρπούς το αφεντικό της τον μπάρμπάγγελο ! Άγγελο είπες; Α τι ωραίο όνομα ! Που το βρήκε ; Μα φυσικά ο θεός του το έδωσε γιατί σαν άνθρωπο τον συμπάθησε. Και μίλησε μαζί του και συμφώνησε να τον ονομάσει ά γ γ ε λ ο. Φαίνεται ότι ήταν πολύ αγαπητός στα παιδιά. Απ’ ότι ξέρω τα έκανε βόλτα με το γαϊδουράκι και τους έδινε και ένα πενηνταράκι να πάρουνε σοκολάτα ! Και αυτά πολύ πολύ τον αγαπούσαν !
Οι πορτοκαλιές ήσανε τέσσερες. Μια από αυτές ήταν πολύ κοκέτα πολύφερνη και οφαλοφόρα. Πραγματική γυναίκα περήφανη για τα γλυκούλια της που ήσαν φωλιασμένα στο βάθος κάθε πορτοκαλιού της ! Αχ τι πορτοκάλια ήσαν αυτά ! Άνοιγαν την καρδιά τους και ένα υπέροχο ηφαίστειο από άρωμα ξεπηδούσε από μέσα τους και έφτανε στα ρουθούνια μου ! Τα είχε όλα σκεπασμένα με ωραία πράσινα λέπια άτακτα ριγμένα στα πλευρά της. Τα πορτοκάλια της φάνταζαν μέσα από το φύλλωμα σαν άνθρωποι που κοιτάνε μέσα απ’ το παράθυρο έξω του χειμώνα τη βροχή και συνομιλούν με τις σταγόνες, όταν αυτές έρχονται και κάθονται στη μυτούλα τους με τα πρωτοβρόχια ! Εδώ που τα λέμε η κυρά είχε κερδίσει την συμπάθεια όλων όσων την είχαν δει και προ παντός όσων είχαν δοκιμάσει τα μεστά εφτά-γλυκα πορτοκαλάκια της ! Για να μην γίνει καμιά παρεξήγηση για τις άλλες τρεις πορτοκαλιές θα σου μιλήσω μια άλλη φορά !
Δίπλα της είχε μια νερατζούλα πάντα στην εποχή της καλά φορτωμένη μην τυχών και λείψουνε τα νεράντζια της από τη γιαγιά τη Χαρίκλεια και δεν μπορέσει να φτιάξει γλυκό ! Καμάρι το είχε γλύκαινε όλη τη γειτονιά τη κυρά Ντίνα και τη κυρά Γιωργία τις γειτόνισσες αλλά και τους επισκέπτες από την Αθήνα ! Α ! λουλουδάκι ! Χαρίκλεια. Αυτό το όνομα πολύ μου αρέσει ! Γιατί ο καλός θεούλης δεν τόδωσε σε μένα ; Ακου κοριτσάκι. Αυτό το όνομα το είχε η αρχόντισσα του κήπου η κυρά Χαρίκλεια και το έκανε δώρο στη μαμά. Το δικό σου άλλωστε δεν πάει πίσω. Ω τι ωραία που ακούγεται «Ευ-αγγελία» ! Ό,τι πιο χαρμόσυνο αγγέλλεται από τους αγγέλους και τα λουλούδια που σε γνωρίζουν ! Τώρα άκου ένα τραγουδάκι για τη νεραντζούλα !
Νεραντζούλα φουντωτή στης κυρά+Χαρίκλειας την αυλή
Τα κόκκινα σου ολόδροσα νεράντζια μας αρέσουνε πολύ
Σαν η γιαγιά μας η καλή τα κρεμάει από τη κλωστή
Και τα φτιάχνει γλυκουλάκι στη κατσαρόλα το βραδάκι !
Γλυκό νεραντζάκι ή στριφτό φετάκι. να φας να μουρλαθείς !
Από τα χεράκια της κυρά-πολύ πολύ καλής !
Και αν κάποτε από το Μελίσσι απομακρυνθείς
Μην ξεχάσεις τη νεραντζούλα νάρθεις - τι κάνει - να δεις !
«Αχ κοριτσάκι, του κήπου σου, μέκανε ο θεούλης ένα ρολογάκι !
Πρωί πρωί ξυπνώ και ανοίγω το παράθυρό μου το στρογγυλό !
Περιμένω νάβγει ο ήλιος ο σφαιρικός και αχτίνες να μου στείλει !
Και γλύκα να μου βάλει στα χείλη, και στο μίσχο μου να σπείρει
Άρωμα από την Ανατολή δώρο ίσως από ένα καλό … Βεζύρη !
Και καθήκον πρώτο έχω πριν τις οχτώ πρώτα εσέ να ξυπνήσω !
Και πριν καλά καλά για το σχολειό ετοιμαστείς, να σε αρωματίσω
Αχ πόσο θέλω οι άνθρωποι να μ’ αγαπάνε και φιλικά να με κοιτάνε !
Πριν τις εννιά έχει σηκωθεί ο ήλιος αρκετά !
Τα πέταλά μου τα μωβιά έχουνε ανοίξει για καλά!
Καιρός τώρα είναι και με τη Ζωή ν’ ασχοληθώ
Και να της εκμυστηρευτώ πως και κείνη πολύ την αγαπώ !
Μ’ ένα φυλλαράκι μου τριπλό, πετάγομαι και τη φιλώ !
Και σαν νιώθει στο βελούδο της λαιμό φιλί από 3φύλλο χνουδωτό
Βλέπει και κανα όνειρο στο λεπτό, πολύ πολύ φανταστικό»
Κάντε κλικ εδώ να διαβάστε τη συνέχεια