(Εφ-Συν)
Ο Ρέιμοντ Κάρβερ (1938-1988) είναι γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό για τη διεισδυτική και κοφτερή πρόζα των διηγημάτων του. Ομως, ο Αμερικανός συγγραφέας έδειχνε στην ποίηση την ίδια αφοσίωση με την πεζογραφία. Παρ' όλα αυτά, η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Fires» κυκλοφορεί μόλις το 1983 (όταν η πρώτη του συλλογή διηγημάτων είχε ήδη κυκλοφορήσει το 1976). Και μέχρι το ξαφνικό τέλος του πενηντάχρονου βίου του από καρκίνο, θα καταφέρει να ολοκληρώσει τρεις ακόμα συλλογές· η τελευταία, «A New Path to the Waterfall», θα κυκλοφορήσει μετά τον θάνατό του, το 1989.
Στην ποίηση του Κάρβερ βρίσκουμε ένα γοητευτικό αμάλγαμα της αναμέτρησης με το παρελθόν (γνωστή η πολύχρονη μάχη του με τον αλκοολισμό), της αναψηλάφησης των οικογενειακών σχέσεων, της συντροφικότητας και γλυκόπικρων συναισθημάτων, όπως η δικαίωση, αλλά και η δίψα μπροστά στο αναπόφευκτο τέλος. Οπως χαρακτηριστικά γράφει σε έναν στίχο του: «Οπου κι αν πήγαινε εκείνη τη μέρα, βάδιζε/ μέσα στο ίδιο του το παρελθόν [...]». Στους στίχους του Κάρβερ, ακολουθούμε εκστατικά τις εναλλαγές χρόνου και χώρων και τον κυματισμό των στίχων που συνομιλούν αδιαμεσολάβητα με τα πιο μύχια συναισθήματά μας. Την ίδια στιγμή η πύκνωση και η μινιμαλιστική αποτύπωση στιγμών και καταστάσεων που χαρακτηρίζουν τα διηγήματά του υπάρχουν αυτούσια και στα ποιήματά του.
Στην υπό έκδοση ανθολογία, 57 δημοσιευμένα αλλά και αθησαύριστα ποιήματά του στεγάζονται υπό τον τίτλο «Εκεί που είχαν ζήσει» (από τις εκδόσεις Κίχλη). Τα ποιήματα αυτά διαπερνά το ίδιο αδιόρατο νήμα που διαπερνά και ολόκληρο το έργο του - υπογραμμίζεται έτσι πως τα πεζά του δεν μπορούν να προσληφθούν πλήρως αν δεν (ξανα) διαβαστούν υπό το λοξό φως των ποιημάτων του. Αλλωστε, όπως σημειώνει η Τες Γκάλαχερ στο εισαγωγικό σημείωμα της τέταρτης και τελευταίας συλλογής του: «[…] ο Ρέι χρησιμοποιούσε την ποίησή του για να τραβήξει την τίγρη έξω από την κρυψώνα της».