WELCOME

Καλωσορίσατε σε αυτό εδώ τον ιστότοπο “Book blog info” Ο χώρος αυτός δημιουργήθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως βοηθητικό εργαλείο προβολής των προϊόντων του εκδοτικού οίκου ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ κάποτε. Καθ' οδόν προστέθηκαν και μερικά λουλουδάκια για διακόσμηση - τα οποία ήρθαν και με βρήκαν - στην κάθετη στήλη. Διάφορα ποιηματάκια ξεπήδησαν από τα βιβλία της βιβλιοθήκης μου και προέκυψε έτσι το «1 ΠΟίΗΜΑ 1 ΛΟΥΛΟύΔΙ» Από το 2011 και μετά το blog αυτό θα ταξιδεύει σε νέους βιβλιότοπους και σας καλεί να τον παρακολουθείτε πού και πού... Χρήστος Ρουμελιώτης. e-mail : novus.sales@gmail.com

Ευχαριστώ για την επίσκεψή σας. Καλά κοιταγματάκια…

Καλά Χριστούγεννα και ευτυχές το Νέο Έτος. Happy End ! Απόσπασμα από Χριστουγεννιάτικο Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


............................................
'Οταν οι γείτονες της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας εξύπνησαν μετά τα μεσάνυχτα δια να υπάγουν εις την εκκλησίαν, της οποίας οι κώδωνες εκλάγγαζον θορυβωδώς, πόσο εξεπλάγησαν, ιδόντες την οικίαν της φτωχής χήρας, εκεί όπου δεν εδέχοντο τα παιδία να τραγουδήσουν τα Χριστούγεννα αλλά τα απέπεμπον με τας φράσεις "δεν έχουμε κανένα", και "τι θα τραγουδήστε από μας", κατάφωτον, με όλα τα παραθυρόφυλλα ανοικτά, με τας υέλους αστραπτούσας, με την θύραν συχνά ανοιγοκλεινομένην, με δύο φανάρια ανηρτημένα εις τον εξώστην , με ελαφρώς διερχομένας σκιάς, με χαρμοσύνους φωνάς και θορύβους. Τι τρέχει; Τι συμβαίνει; Δεν ήργησαν να πληροφορηθώσιν. Όσοι δεν το έμαθαν εις την γειτονιάν, το έμαθαν εις την εκκλησίαν. Και όσοι δεν επήγαν εις την εκκλησίαν, το έμαθον από τους επανελθόντας οίκαδε την αυγήν, μετά την απόλυσιν της θείας λειτουργίας. Ο ξενιτευμένος γαμβρός, ο από εικοσαετίας απών, ο από δεκαετίας μή επιστείλας, ο από δεκαετίας μη αφήσας που ίχνη, ο μη συναντήσας που πατριώτην, ο μή ομιλήσας από δεκαπενταετίας ελληνιστί, είχε γυρίσει πολλά μέρη εις τον Νέον Κόσμον, είχε εργασθή ως υπερργολάβος εις μεταλλεία και ως επιστάτης εις φυτείας,, κ' επανήλθε με χιλιάδας τινάς ταλλήρων εις τον τόπον της γεννήσεώς του, όπου επανεύρε ηλικιωθείσαν, αλλ' ακμαίαν ακόμη, την πιστή του μνηστήν. Εν μόνο είχε μάθει, προ δεκαπέντε ετών, τον θάνατον των γονέων του. Περί της μνηστής του είχε σχεδόν πεποίθησιν ότι θα είχεν υπανδρευτεί προ πολλού. εν τούτοις διετήρει αμυδράν τινα ελπίδα. Εκ δεισιδαίμονος φόβου, όσο επλησίαζεν εις την πατρίδα του, τόσον εδίσταζε να ερωτήση απ ευθείας περί της μνηστής του, μη δίδων άλλως γνωριμίαν εις κανένα των πατριωτών του, όσους τυχόν συνήντησεν άμα φθάσας εις την Ελλάδα. Επροτίμα ν' αγνοή τί έγινεν η μνηστή του, μέχρι της τελευταίας στιγμής, καθ' ήν θ' απεβιβάζετο εις τον τόπον της γεννήσεώς του και θα προσήρχετο εις ευλαβή επίσκεψιν εις το ερείπιον, όπου ήτο άλλοτε η πατρώα οικία του.
***
Μετά τρείς ημέρας, τη Κυριακή μετά την Χριστού Γέννησιν, ετελούντο, εν πάσει χαρά και σεμνότητι, οι γάμοι του Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού μετά της Μελαχροινής Μιχαήλ Κουμπουρτζή.
Η θεια-Κυρατσώ, μετά τόσα έτη, εφόρεσεν, επ' ολίγας στιγμάς, χρωματιστήν "πολίτικην" μανδήλαν, δια να ασπαστή τα στέφανα. Και την παραμονή του Αγίου Βασιλείου εσπέρας, ισταμένη εις τον εξώστην, ηκούσθη φωνούσα προς τους διερχόμενους ομίλους των παιδιών:
- Ελάτε, παιδιά, να τραγ'δήστε!

Ουλαλούμ


Ηταν σαν να σε πρόσμενα Κυρά
απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα,
κι' έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.

Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει φώτα και βροχή
και νειό φεγγάρι...

Και, να, το κάθισμά σου σιγυρνώ
στολνώ την κάμαρά μου αγριομέντα
και - να μαζί σου κι' όλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα.

Πώς - να, θα μείνει ο κόσμος με το «μπα»
που μ' έλεγε τρελλόν πως είχες γίνει
καπνός και -τάχας- σύγνεφο θαμπό
προς τη σελήνη...

Νύχτωσε και δε φάνηκες εσύ,
κίνησα να σε βρω στο δρόμο -ωιμένα-
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα)
χρυσή κι' εσύ με μένα

Τόσο πολύ μ' αγάπησες Κυρά
που άκουγα διπλά τα βήματά μου
πάταγα γω -στραβός- μες στα νερά;
κι' εσύ κοντά μου...

Γνωστό απολαυστικό ποίημα του Γιάννη Σκαρίμπα (1893-1984). Ο Γιάννης Σκαρίμπας δεν χρειάζεται συστάσεις παρά μόνο για τους πολύ νεότερους. Χρειάζεται όμως πού και πού ελαφριά υπενθύμιση, αφού αστραφτερό μυαλό και ταλέντο κι αφού και σήμερα μπορεί να μιλήσει με την ιδιότυπη γλώσσα του χωρίς κανείς να βαρεθεί απ' όσους ευτυχώς διατηρούν την ικανότητα να επιστρατεύουν τουλάχιστον τη βαρεμάρα εναντίον της βλακείας. Το Ουλαλούμ περιλαμβάνεται στη συλλογή Εαυτούληδες και το αντέγραψε ο ποδηλάτης από το πεντηκοστό τεύχος του περιοδικού Πλανόδιον

Σικελιανός Θαλερό


Αφορμή για την αναφορά αυτή στο «Θαλερό» αποτελεί ο μόνιμος θαυμασμός μας Για τον Άγγελο Σικελιανό ο οποίος διέμενε για ένα διάστημα στη Συκιά και επεσκέπτετο συχνά το γραφικό χωριουδάκι «Θολερό» και το …χρυσαφί Μελίσσι. Λέγεται δε ότι, ερχόταν με τ' άλογό του στο καφενείο του Δημόπουλου για ουζάκι και συζήταγε με τους Μελισσιώτες. (Μαρτυρία Θεοδώρου Λιακόπουλου, Μελίσσι Κορινθίας - Ξενοδόχου)

ΘΑΛΕΡΟ
Φλογάτη, γελαστή,ζεστή, από τα αμπέλια απάνωθεν
Εκοίταγε ή σελήνη
Κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλέυοντας
Μες σε διπλή γαλήνη.

Βαριά τα χόρτα, ιδρώνανε στην άψηλην απανεμιά
Το θυμωμένο γάλα
Κι από τα κλήματα τα νιά, που της πλαγιάς ανέβαιναν
Μακριά-πλατιά τη σκάλα.

Σουρίζανε οι αμπελουργοί φτερνίζοντας, εσιόντανε
Στον όχτο οι καλογιάννοι,
Κι απλών απάνω στο φεγγάρι ή ζέστα
αραχνοΰφαντο Κεφαλοπάνι…

Στο σύρμα μες στο γέννημα, μονάχα τρία καματερά,
Το ‘να από τ ’άλλο πίσω,
Την κρεμαστή τους τραχηλιά κουνώντας, τον ανήφορο
Ξεκκόβαν το βουνίσιο.

Σκυφτό, τη γής μυρίζοντας, και το λιγνό λαγωνικό,
Με γρήγορα ποδάρια,
Στου δειλινού τη σιγαλιά βράχο το βράχο επήδαγε
Ζητώντας μου τα χνάρια,

Και κάτου απ’ την κληματαριά την άγουρη μ’ επρόσμενε,
Στο ξάγναντο το σπίτι,
Στρωτό τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ομπρός του κρεμαστό,
Το φώς του Αποσπερίτη…

Εκεί κερήθρα μόφερε, ψωμί σταρένιο, κρύο νερό
Η αρχοντοθυγατέρα,
Όπου ‘χε από τη δύναμη στον πετρωτό της το λαιμό
Χαράκι ως περιστέρα

Που η όψη της, σαν της βραδιάς το λάμπο, έδειχνε διάφωτη
Της παρθενίας τη φλόγα,
Κι απ’ τη σφικτή της ντυμασιά, στα στήθια της τ’ αμάλαγα,
Χωριζ’ ολόρτη η ρώγα

Που ομπρός από το μέτωπο σε δύο πλεξούδες τα μαλλιά
Πλεμένα είχε σηκώσει,
Σαν τα σχοινιά του καραβιού, που δε θα μπορεί ή φούχτα μου
Νάν της τα χερακώσει.

Λαχανιασμένος στάθη έκει κι ο σκύλος π’ απαγανάχτησε
Στα ορτά τα μονοπάτια,
Κι ασάλευτος στα μπροστινά, με κοίταγε, προσμένοντας
Μια σφήνα, μες στα μάτια.

Εκεί τ’ αηδόνια ως άκουγα, τρίγυρα μου, και τους καρπούς
Γευόμουν απ’ το δίσκο,
Είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού
Βαθιά στον ουρανίσκο…

Σα σε κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε ή ψυχή,
Πασίχαρο μελίσσι,
Που όλο κρυφά πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ωσάν τσαμπιά
Στα δέντρα ν’αμολήσει.

Και ένιωθα κρούσταλλο τη γη στα πόδια μου αποκάτωθε
Και διάφανο το χώμα,
Γιατί πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου υψωνόναντε
Μ’ αδρό, γαλήνιο σώμα.

Εκεί μ’ άνοιξαν το παλιό κρασί, που πλέριο ευώδισε
Μες στην ιδρένια στάμνα,
Σαν τη βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεί κατάψυχρη
Νύχτα δροσιά τα θάμνα…

Φλογάτη, γελαστή εκεί η καρδιά μου δέχτηκε
Ν’ αναπαυτεί λιγάκι
Πα σε σεντόνια ευωδερά από βότανα, και γαλανά
Στη βάψη από λουλάκι…

Το «Θαλερό» γράφεται ανάμεσα στο Μάρτιο και το Μάιο του 1914… Στο ποίημα αυτό ο Σικελιανός κατέθετε άμεσα βιώματά του: από την παραθαλάσσια Συκιά όπου έμενε, ανηφόριζε συχνά στο κοντινό ορεινό χωριό με το όνομα Θολερό. Εδώ τίποτα δεν είναι θολό. Όλα θάλλουν. ‘Όχι λοιπόν θολερό αλλά Θαλερό» Το ποίημα και η σημείωση είναι από το μηνιαίο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ Σεπ. 2005 άρθρο Κώστα Μπουρναζάκη για το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού «Θαλερό»

«Ν' αντισταθούμε με χαμόγελο»

Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ Από την Ελευθεροτυπία 26/04/2011
«Αυτή την εποχή, καθώς όλοι εμφανίζονται έκπληκτοι και πεσιμιστές, εύχομαι να αντισταθούμε όλοι μας με ένα χαμόγελο», μας παροτρύνει ο λογοτέχνης Σταύρος Λαγκαδιανός. «Να αντισταθούμε απέναντι στην προσπάθεια να σπάσει το ηθικό μας. Και με θάρρος να προχωρήσουμε σε μια αυτοκάθαρση. Οι πολιτικοί δεν την έκαναν. Ας την κάνουμε όλοι όσοι επιμένουμε να σκεφτόμαστε».
Παραφωνία στον κυνισμό των αντιποιητικών ημερών είναι το αισθαντικό αφήγημά του «Πέρασαν πάνω μου» («Πύλες»), ένα «πεζό λυρικό ποίημα» όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος, που στάθηκε και αφορμή της «μαχητικής» κουβέντας μαζί του. «Τούτο το αφήγημα γράφτηκε για όλους όσοι ένιωσαν τη ζωή τους να κινείται σε τροχιές όπου εναλλάσσονται ο πόνος και η ηδονή, η απελπισία και η ανάταση», μας προετοιμάζει για το έργο. Παραδέχεται, πάντως, ότι είναι «ένα λυρικό ξέσπασμα».
«Είναι λυρικό ξέσπασμα γιατί είμαι λυρικός λογοτέχνης, που κατάγεται από τη γενιά τού '30», εξηγεί. «Και για το λόγο αυτό θεωρούμαι το "μαύρο πρόβατο". Ενας ημιπεριθωριακός συγγραφέας. Υπάρχουν συγγραφείς της βιβλιοθήκης, που έχουν το μύθο δανεικό από την Ιστορία, ενώ ο μύθος πρέπει να ξεκινά από την καρδιά και τον περίγυρο. Η λογοτεχνία είναι εγκάρδια υπόθεση. Δεν είναι υπόθεση του νου. Υπάρχουν όμως συγγραφείς που συμβιβάστηκαν και ήταν τυμβωρύχοι ιστοριών που απλώς δεν είχαν λήξει».
«Πέρασαν πάνω μου». Είναι ο τίτλος και η επωδός ενός σύγχρονου Σισύφου, που φαντάζει το alter ego του συγγραφέα. «Το αφήγημά μου αφορά ανθρώπους με όραμα, φαντασία, ανθρώπους "διαφορετικούς". Είναι άνθρωποι που δρουν αντιλογικά, με τη συναισθηματική λογική».
Το κείμενο συνοδεύεται από φωτογραφίες του, που αντί λεζάντας έχουν ένα ποίημα. «Με τη φωτογραφία ασχολούμαι 30 χρόνια», λέει για ένα μεγάλο έρωτά του. Σπούδασε στο πλευρό του Πλάτωνα Ριβέλλη και άφησε, μεταξύ άλλων, σημαντικό «καρπό» την ασπρόμαυρη καταγραφή σκηνών από τη ζωή των Τσιγγάνων.
«Τεράστια κομμάτια πραγματικότητας που περνάνε μπροστά από τα μάτια μου ξαφνικά γίνονται λέξεις, και αυτές οι λέξεις φωτογραφίες, φτιάχνοντας δικό τους νόημα. Είναι ένα πάρε- δώσε», εξηγεί. «Γιατί η φωτογραφία είναι κίνηση αγάπης. Δεν ακινητοποιεί το χρόνο. Απλά τον χαϊδεύει»...

Καλό Πάσχα 2011

To Book Blog Info σας εύχεται να χαρείτε το Πάσχα σ' ένα όσο πιο περίλαμπρο ανοιξιάτικο περιβάλλον επιλέξτε να βρεθείτε με καλό φαγητό, συγγενείς, φίλους και βιβλίο.
Τι έγραψε ο γαλλικός τύπος για την «ΠΡΩΤΗ ΛΕΞΗ» : Το μυθιστόρημα παρασύρει τον αναγνώστη σ’ ένα λαβύρινθο βαθιά ανθρώπινων προβληματισμών. Έχει ένα είδος μεταφυσικής χάρης, αν και η πρώτη λέξη, σύμφωνα με μια θεωρία τουλάχιστον, μπορεί να μην ήταν παρά ένα ψέμα. Jean-Bernard Veuillème, Le Temps, Γενεύη Πρόκειται για μια έρευνα αστυνομικού χαρακτήρα, γραμμένη ωστόσο σε ποιητικό ύφος, που αναφέρεται σε ένα από τα μεγάλα μυστήρια στην ιστορία της ανθρωπότητας, ασκώντας μια έντονη γοητεία. Frédérique Roussel, Libération Μυθιστόρημα-ποταμός, μυθιστόρημα-εγκυκλοπαίδεια, το έργο του Αλεξάκη καταγράφει υπέροχα τις διαδρομές των λέξεων. David Fontaine, Le Canard Enchaîné Σ’ έναν ωκεανό ανθρωπίνων γνώσεων, η πρώτη λέξη ταξιδεύει όχι χωρίς χιούμορ με κατεύθυνση το βασίλειο του θανάτου. Venerando Paladino, Dernières Nouvelles d’Alsace Μία από τις μεγάλες επιτυχίες του Αλεξάκη είναι ότι το πάθος του για τη γλωσσολογία δεν επιβαρύνει τη μυθιστορηματική δομή του έργου του. Edmonde Charles-Roux, La Provence Η Πρώτη λέξη εκφράζει πριν απ’ όλα την αγάπη μιας γυναίκας για τον χαμένο αδελφό της, που δεν θ’ αφήσει ασυγκίνητο κανέναν αναγνώστη. Είναι αδύνατο να κλείσεις το βιβλίο αυτό πριν διαβάσεις και την τελευταία λέξη. Gérard Guégan, Sud Ouest Οι λέξεις επαναφέρουν κοντά μας τους απόντες, παρέχοντάς μας μια γαλήνη παρόμοια με αυτή που αισθάνονται τα παιδιά όταν τους λέμε τη νύχτα μια ιστορία. Christine Ferniot, Télérama Παραμύθι, ζωντανό πορτρέτο μιας οικογένειας, ιστορία μιας εξορίας, μυθιστόρημα ενός πένθους, η Πρώτη λέξη είναι όλα αυτά: διηγείται τη ζωή των νεκρών και την ανάσταση των λέξεων. Jean-Baptiste Harang, Le Magazine Littéraire Είναι μια μοναδική εμπειρία η ανάγνωση του βιβλίου του Βασίλη Αλεξάκη, γιατί μας μαθαίνει να ακούμε διαφορετικά αυτά που λέγονται γύρω μας, μας αποκαλύπτει την αλήθεια της γλώσσας. Sandra Basch, Elle Ο Αλεξάκης ξετυλίγει την ιδιοφυή εποποιία του ανθρώπινου είδους. Μπορεί η Πρώτη λέξη να χάθηκε, ξέρουμε όμως ότι γεννήθηκε για να μας πει μια ιστορία. Jean-Louis Ezine, Le Nouvel Observateur Όποιος κατονομάζει δίνει ζωή. Αυτό ακριβώς είναι το μυστικό του μαγικού αυτού μυθιστορήματος. Marie-Françoise Leclère, Le Point Ο Βασίλης Αλεξάκης συνέθεσε ένα γλυκόπικρο μυθιστόρημα που αφηγείται με σεμνότητα το χαμό ενός αγαπημένου προσώπου, και όπου η ζωή κυλά νηφάλια ακούγοντας το νανούρισμα των λέξεων. Clara Georges, Le Monde

Ποίηση

«Η ποίηση είναι ένας τρόπος για να ''αιχμαλωτίζεις'' τα συναισθήματα μέσα σε λέξεις. Η ποίηση μπορεί να εμπνέει και τις εικαστικές τέχνες. Δεν μιλάμε μόνο για την ποίηση της τέχνης αλλά και για την τέχνη της ποίησης»