Ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του '20, επηρεάζεται από το διάχυτο αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής, διαθέτει πηγαίο λυρισμό και το ποιητικό της έργο επικεντρώνεται στον έρωτα και τον θάνατο.
Τα τελευταία χρόνια της σύντομης ζωής της νοσηλεύεται σε σανατόριο, κάτι που επηρεάζει το έργο της.
«Εκδήλωση πνευματικού και ηθικού καθαρμού
αποτελούν τα ποιήματα της νεαρότατης ποιήτριας»
θα γράψει ο Τέλλος Άγρας.
Σε ηλικία 19 ετών ερωτεύεται τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Έρωτας παράφορος:
«Απελπισμένε μου ποιητή,
θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω ν' αγαπήσω,
όσο σου πρέπει;».
Η χειραφετημένη γυναίκα αποτολμά πρόταση γάμου. Ο Καρυωτάκης, ο οποίος έχει προσβληθεί από σύφιλη, αρνείται. Η Πολυδούρη πληγώνεται. Ο εγωισμός μεγαλώνει το χάσμα, ωστόσο όλα δείχνουν ότι η πιο δυνατή μορφή του έρωτα, αυτή του ανεκπλήρωτου έρωτα, τους έχει κυριεύσει για πάντα. Ο Καρυωτάκης δεν θα γράψει ποτέ ξανά ερωτικό ποίημα. Η Πολυδούρη εξακολουθεί να αναφέρεται σ' εκείνον:
«Μόνο βλέπε με καθώς θα 'ρχομαι,
μην πάρεις τα μάτια σου από μένα
και πνιγώ μέσ' στο σκοτάδι...».
Το 1926, ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, προσβλήθηκε από φυματίωση. Το 1928 επιστρέφει στην Αθήνα και νοσηλεύεται στο Νοσοκομείο Σωτηρία. Την ίδια χρονιά αυτοκτονεί ο Καρυωτάκης. Η Πολυδούρη βρίσκει διέξοδο στο γράψιμο.
Πάρτε το φως!
Είνε καιρός
να μείνω πια μονάχη.
Φτάνει η απάτη μιας ζωής.
Κάθε προσπάθεια ένας εχθρός
για τη στερνή μου μάχη.
Είχε μάθει να διακρίνει στο αντρικό βλέμμα τον θαυμασμό, τον ερωτικό πόθο. Τώρα διακρίνει τη λύπηση:
«Να κρίνουν το τραγούδι μου, να το χτυπήσουν!
Μα τι τους ενδιαφέρει η φτώχεια κι η αρρώστια μου;
Ποιος γύρεψε τον οίκτο τους;»
Στο ποίημα «Προδοσία» διατυπώνει το παράπονο:
Ζωή πώς με παράδωσες μ' ένα φιλί στους δήμιους;
Η Μαρία Πολυδούρη, σύμβολο της πρόωρα χαμένης ομορφιάς, απόλυτα απελευθερωμένη, με προχωρημένες απόψεις και δυναμικά φεμινιστικό χαρακτήρα, χειραφετήθηκε νωρίς, ερωτεύτηκε και την ερωτεύθηκαν με πάθος. Γεύτηκε τη ζωή με ένταση. Το ερωτικό πλάσμα νιώθει πως κλείνει ακόμα ένα κεφάλαιο:
Ω, μη με βλέπετε που κλαίω,
κάποια παλιά συνήθεια θάναι.
Τα μυστικά μου όλα σας λέω,
τώρα που πια δε με μεθάνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου