Τα κράτη εδώ και παρά πολλά χρόνια έχουν διαγράψει από τη συλλογική μνήμη την παιδική τους ηλικία, την έχουν σκεπάσει με το συμπαγές της λήθης
Σαν ψέματα μου φαίνεται. Αύριο συμπληρώνονται τριάντα ολόκληρα χρόνια από την ημέρα που πέθανε ο Νίκος Καρούζος. Σαν ψέματα μου φαίνεται ότι το έζησα εκείνο το πρωινό που σήκωσα το τηλέφωνο, σχημάτισα τον αριθμό και τηλεφώνησα στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν και ήταν σε άσχημη κατάσταση. Όλοι περιμέναμε τα χειρότερα, αλλά κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει. Μια ευγενική γυναικεία φωνή απάντησε, κάπως διστακτικά, στην ερώτησή μου: «Ο κύριος Καρούζος κατέληξε». Ακόμα και σήμερα θυμάμαι το συναίσθημα εκείνης της στιγμής: Μια απέραντη, παγωμένη, έκπληξη. Όχι μόνο με το άγγιγμα του θανάτου, αλλά και με τη διατύπωση που ήταν λες και την άκουγα για πρώτη φορά.
«Κατέληξε». Μεγάλος τρόμος απορίας με κατέλαβε, πιο μεγάλος κι από το χαρτί απορίας με το οποίο είχε νοσηλευτεί ο Νίκος Καρούζος, αυτό το μεγάλο τέκνο της Ελληνικής Γλώσσας, που το ελληνικό κράτος τηρώντας πιστά την καταστροφική επιλογή του «να παιδεύει τα δροσερά ελληνόπουλα και να ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους» τον είχε θεωρήσει άπορο. Ποιον; Αυτόν που διατυμπάνιζε ότι ζει μέσα στην απέραντη πολυτέλεια των λέξεων. Άπορο κράτος. Πάμφτωχο. Δεν του περίσσεψαν καν τα χρήματα ώστε να απονείμει στον ποιητή τιμητική σύνταξη λογοτέχνη. Πάμφτωχο κράτος, που δεν του περίσσεψε ούτε μια σταλαγματιά ευψυχίας και θεώρησε τον Νίκο Καρούζο ποιητή Β’ κατηγορίας, έτσι, σ’ έναν τραγέλαφο κατηγοριοποίησης του παραλόγου.
Πάμφτωχο κράτος που το διαφεντεύουν αδιάβαστοι άνθρωποι. Άνθρωποι που ο Νίκος Καρούζος δεν ήθελε, δεν καταδεχόταν το βλέμμα τους καν:
«Μη με διαβάζετε»
είχε γράψει στον «Ρομαντικό επίλογο»,
«όταν δεν έχετε /
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων /
ή έστω μνημόσυνα. /
Όταν δεν έχετε /
μαντέψει τη δύναμη /
που κάνει την αγάπη /
εφάμιλλη του θανάτου. /
Όταν δεν αμολήσατε αητό την Καθαρή Δευτέρα /
χωρίς να τον βασανίζετε /
τραβώντας ολοένα το σπάγγο (...)».
Έτσι όμως δεν γίνεται πάντα; Τα κράτη εδώ και παρά πολλά χρόνια έχουν διαγράψει από τη συλλογική μνήμη την παιδική τους ηλικία, την έχουν σκεπάσει με το συμπαγές της λήθης. Και βέβαια, όταν δεν έχεις παιδέψει χαρταετό την Καθαρή Δευτέρα, μπορεί άνετα να παιδέψεις όλους τους ανθρώπους, όλες τις υπόλοιπες ημέρες. Ή μήπως δεν το βλέπουμε, όσοι τουλάχιστον επιμένουμε να θεωρούμε ότι η όραση ανήκει στις ανθρώπινες ιδιότητες. Κι όσους βέβαια «μας αλάλιασε η όραση» όπως σοφά είχε διατυπώσει κι Εκείνος. Ο Νίκος Καρούζος που πάλεψε μανιασμένα για την όραση, ώσπου να πει,
«ώρα να πηγαίνω / δεν έχω άλλο στήθος».
Και πέρασαν τριάντα ολόκληρα χρόνια από τότε. Κι ακόμα πηγαίνει. Πού πηγαίνει; «Άμα πεθαίνεις, έως πού πεθαίνεις;» είχε αναρωτηθεί και ο ίδιος. Δεν πέθανε, πεθαίνει τριάντα ολόκληρα χρόνια, κι όλο πάει. Γι’ αυτό ακόμα ριγώ κάθε φορά που σκέφτομαι εκείνη την ευγενική γυναικεία φωνή: «Ο κύριος Καρούζος κατέληξε».
Γεννήθηκε, έγραψε, πέθανε. Και τώρα κατοικεί σ’ εκείνη τη μικρή παύλα ανάμεσα σε δύο οριστικές ημερομηνίες: Ναύπλιο 17/7/1926 - Αθήνα 28/9/1990. Κι έχει πολλά να κάνει, πολλούς χαρταετούς να παιδέψει εκεί που βρίσκεται. Εκεί που αιωρείται. Το είπε και ο ίδιος αρχίζοντας το τελευταίο του ποίημα, την «Αιώρηση», μέσα στο νοσοκομείο, στις 29.8.1990:
«Στον ουρανό οι δυνατότητες /
είναι μόνο συναρπαστικές».
Έτσι ακριβώς. Γιατί έτσι προκύπτει το «δράμα της ποιότητας». Αλλιώς η γη δεν θα κρεμόταν στο χάος από τα δάκρυά της, αλλά θα είχε πνιγεί μέσα τους.
Κώστας Καναβούρης Αυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου