Στις 28 Νοεμβρίου του 1912, στο ύψωμα του Δρίσκου, σκοτώνεται ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης πολεμώντας για την απελευθέρωση της Ηπείρου.
Διανοούμενος, πολιτικός και συνθέτης σκακιστικών προβλημάτων, γεννημένος το 1860 στην Ιθάκη και μεγαλωμένος στην Κέρκυρα, φεύγει το 1880 για σπουδές στο Μόναχο οδηγούμενος από την αγάπη του προς τους Γερμανούς ιδεαλιστές φιλοσόφους. Επηρεάζεται από τις θεωρίες του Νίτσε και του Καντ, μελετάει Σοπενχάουερ, ασχολείται με τα σανσκριτικά φιλοσοφικά κείμενα και μεταφράζει αποσπάσματα από το ινδικό έπος "Μαχαμπχαράτα".
Ιδρυτικό μέλος του Σκακιστικού Συλλόγου του Πανεπιστημίου του Μονάχου, παίρνει το 1890 τον τίτλο του διδάκτορα και αναδεικνύεται πρωταθλητής Βαυαρίας στο σκάκι. Θα αναμετρηθεί με σπουδαίους σκακιστές, μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα παγκόσμιος πρωταθλητής Λάσκερ.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο εύπορος αστός ξεπερνάει τα όριά του, ανατρέπει αντιλήψεις και πολεμάει ως εθελοντής το 1896 στην Κρήτη ενισχύοντας το επαναστατικό κίνημα. Το 1897, επικεφαλής σώματος εβδομήντα ανταρτών, πηγαίνει στην Ήπειρο, στον αποτυχημένο πόλεμο που θα του κόψει τα φτερά και θα τον καταστήσει για μεγάλο διάστημα σκιά του εαυτού του.
Στις εκλογές του 1910 για αναθεώρηση του Συντάγματος, οι φίλοι του τον πιέζουν να θέσει υποψηφιότητα και εκλέγεται βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο λόγος του στη Βουλή, στις 26 Φεβρουαρίου 1911, για την υποστήριξη της δημοτικής γλώσσας έχει μείνει ιστορικός. Απαντώντας στην κατηγορία των υποστηρικτών της καθαρεύουσας ότι η δημοτική είναι χυδαία γλώσσα, λέει το περίφημο: «χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι...».
Ως ποιητής θα γράψει λίγα, κυρίως σονέτα, και θα δημοσιεύσει ακόμα λιγότερα. Εκδηλώνει την αγάπη του για την Ελλάδα πολεμώντας με ηρωισμό και την διατυπώνει μέσα από μια υπερβολικά ενθουσιώδη γραφή: «Πατρίδα, σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δε λάμπει (...) και μάγια σαν τα μάγια σου στον κόσμο αλλού δεν είδα». Έντονα πατριωτικά αισθήματα, τα οποία προσπαθούν να καπηλευτούν σήμερα οι εγχώριοι νεοναζί αμαυρώνοντας τη μνήμη του.
Όμορφος και ευαίσθητος άνθρωπος, θα εμπνεύσει την ποιήτρια Μυρτιώτισσα να γράψει ένα από τα πιο γνωστά και πιο τραγουδισμένα ερωτικά ποιήματα: «Σ' αγαπώ - δεν μπορώ τίποτ' άλλο να πω / πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο!».
103 χρόνια μετά τον θάνατό του, ένα από τα ποιήματα που πέρασαν στην αθανασία είναι η «Λήθη». Βασίζεται στη φαντασία των αρχαίων για τον Κάτω Κόσμο και αποτελεί συνέχεια της δημοτικής παράδοσης, αλλά διαφοροποιείται ουσιαστικά: εδώ η ψυχή όχι μόνο δεν αποφεύγει να πιει νερό, αλλά το επιδιώκει, για να λησμονήσει τα βάσανα της ζωής: «Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε / στις λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση· / μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει, / α στάξει γι᾿ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου