Βάδιζε γρήγορα προς την Ομόνοια, προσέχοντας στις διαβάσεις τα αυτοκίνητα που έστριβαν απότομα. Παραμονή Πρωτοχρονιάς, με το πρώτο μεγάλο κρύο.
Και τότε την είδε!
Περπατούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο, παράλληλα με εκείνον. Τον είχε προσέξει; Αν ναι, γιατί δεν γύριζε να τον κοιτάξει;
Ξαφνικά άρχισαν όλα να αλλάζουν: τα καυσαέρια ευωδίαζαν, τα αυτοκίνητα έγιναν δέντρα, τα σκουπίδια λουλούδια, η άσφαλτος της Πατησίων χώμα βρεμένο από τη βροχή και το πεζοδρόμιο χώμα στεγνό (πώς γίνεται αυτό, απόρησε, σαν να ήταν όλα τα άλλα φυσιολογικά). Τα μουντά κτήρια πήραν χρώμα, οι σκυθρωποί διαβάτες έγιναν χαρούμενοι. Δεν έβριζαν, τραγουδούσαν! Οι φανοστάτες μεταβλήθηκαν σε σοκολατομηχανές και από τις γραμμές του τρόλεϊ έσταζαν ζεστά κρουασανάκια.
Τον πλησίασε εκείνη! Τα παπούτσια της είχαν λερωθεί, αφού πέρασε από το βρεγμένο χώμα, και εκείνος έσκυψε να τα καθαρίσει. «Άσ' τα τώρα» του είπε. Ήταν η πρώτη φορά που του μίλησε! Η φωνή της αντήχησε μελωδική!
Διστακτικά, με την καρδιά του να πάει να σπάσει, της έπιασε το χέρι. Ας μην το τραβήξει, ευχήθηκε μέσα του, μα τόσο έντονα, που φοβήθηκε πως θα τον άκουγαν όλοι. Η Μελίτα όχι μόνο δεν τράβηξε το χέρι της, μα έσφιξε το δικό του.
Ο ορισμός της ευτυχίας!
Όσο προχωρούσαν, η μέρα άρχιζε να ζεσταίνει. Έβγαλαν τα μπουφάν και τα κρέμασαν στα κλαδιά μιας πορτοκαλιάς.
Τους ακολουθούσε μια γάτα φορτωμένη με ένα μίξερ. Δεν έδειχνε να τους προσέχει, βιαζόταν να παραδώσει.
Λίγο μετά το κτήριο του ΟΤΕ, που είχε γίνει Πύργος του Κάμελοτ, το ελαφρύ αεράκι τούς έφερνε τη μυρωδιά της θάλασσας. Σιγά - σιγά άρχισαν να ακούν και τον ήχο του κύματος.
Ναι! Από την Ομόνοια και πέρα απλωνόταν ένα απέραντο πέλαγος! Τα γύρω πεζοδρόμια είχαν μετατραπεί σε ακρογιάλια και τα περίπτερα σε καντίνες με παγωτά. Είχε κιόλας καλοκαιριάσει. Ο παγωτατζής μοίραζε την πραμάτεια του χωρίς λεφτά, του έφτανε ένα χαμόγελο, μια καλημέρα.
Έβγαλαν τα ρούχα τους και βούτηξαν στη θάλασσα. Το βλέμμα της γάτας είχε κάτι από τρόμο και απόγνωση.
Κολυμπούσαν γρήγορα, στα βαθιά. Ήθελαν να μείνουν μόνοι. Άρχισαν να παίζουν. Το τρόλεϊ είχε γίνει δελφίνι και πέρασε από δίπλα τους αθόρυβα. Με πρωτόγνωρη λαχτάρα και αγωνία πλησίασε τη Μελίτα. Θα της έδινε και θα του έδινε το πρώτο φιλί!
Το κορνάρισμα ήταν έντονο, ο κρότος ισχυρός και οι φωνές φανέρωναν οργή. Θα συγκρούστηκαν πλοία, σκέφτηκε, και οι καπεταναίοι πάτησαν τις σειρήνες και άρχισαν τις ναυτικές βρισιές. Πετάχτηκε όρθιος και έτρεξε στο παράθυρο. Οι οδηγοί των δύο αυτοκινήτων, που μόλις είχαν τρακάρει, πιάστηκαν στα χέρια και αντάλλασσαν απειλές.
Όνειρο ήταν...
Γύρισε βιαστικά στο κρεβάτι, σκεπάστηκε με τις κουβέρτες και έκλεισε τα μάτια. Του κάκου. Ούτε ο ύπνος τον έπαιρνε, ούτε το όνειρο ξαναγύριζε...
Απόσπασμα από παραμύθι που μου έστειλε ο 16χρονος Γιάννης - αφιερωμένο σε όσα παιδιά ονειρεύονται και ερωτεύονται!
kosmaskefalos@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου