WELCOME

Καλωσορίσατε σε αυτό εδώ τον ιστότοπο “Book blog info” Ο χώρος αυτός δημιουργήθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως βοηθητικό εργαλείο προβολής των προϊόντων του εκδοτικού οίκου ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ κάποτε. Καθ' οδόν προστέθηκαν και μερικά λουλουδάκια για διακόσμηση - τα οποία ήρθαν και με βρήκαν - στην κάθετη στήλη. Διάφορα ποιηματάκια ξεπήδησαν από τα βιβλία της βιβλιοθήκης μου και προέκυψε έτσι το «1 ΠΟίΗΜΑ 1 ΛΟΥΛΟύΔΙ» Από το 2011 και μετά το blog αυτό θα ταξιδεύει σε νέους βιβλιότοπους και σας καλεί να τον παρακολουθείτε πού και πού... Χρήστος Ρουμελιώτης. e-mail : novus.sales@gmail.com

Ευχαριστώ για την επίσκεψή σας. Καλά κοιταγματάκια…

Στα χρόνια της Αποκάλυψης

(Απόσπασμα) Το γεφυράκι
Το ρέμα έμενε ξερό στις αναβροχιές, με τους απότομους, χωματένιους όχτους του φορτωμένους αγριόχορτα, χαμομήλια και γαϊδαροτσουκνίδες με χνουδωτά μαβιά κεφάλια που κατέβαιναν ίσια με κάτω, στην κοιλιά του. Εκεί όλα βρίσκοταν ανάκατα. Ξερόχορτα, πέτρες, χώματα, σκουπίδια και, που και που, πίσω από τις μεγάλες ριζωμένες πέτρες, λίγες φούχτες ποταμίσια άμμος, που κάθε φορά, καθώς έτρεχε το νερό, άλλαζε θέση και μάζωξη, αλλά δεν έφευγε. ‘Έμενε ‘κει και ήταν οι γνώριμοί μας αμμουδότοποι. Σαν πιάναν, όμως, οι φθινοπωριάτικες νεροποντές, τότε αρχές του Οκτώβρη, μα και νωρίτερα πολλές φορές, το ρέμα ζωντάνευε. Ξεφυσούσε, βαριανάσαινε και ταρακουνιόταν, καθώς κατέβαζε με ορμή αφρισμένα λασπόνερα, ανάκατα με ξερόκλαδα, ξεραμένα χορτάρια και λογής λογής σκουπίδια. Τι πράγμα, στ’ αλήθεια, ήταν εκείνες οι κατεβασιές και πως καταχτυπιόταν το νερό στους όχτους και κλωθογύριζε μέσα στις θυλακωσιές, καθώς ανεβοκατέβαινε. Κι ύστερα από λίγο η δύναμή του έπεφτε, μέχρι που αργοκυλούσε λιγοστό, στο βάθος σα μπαλόνι που ξεφούσκωνε σιγά σιγά! Πρώτα ερχόταν ένα βουητό, όμοιο με απόμακρο μουγκανητό και τότε όποιος τύχαινε μέσα στο ρέμα, έτρεχε να βγεί επάνω, γιατί το νερό ορμούσε στο λεπτό και ανέβαινε, κάποτε ίσιαμε με το μπόι ανθρώπου. Στη γειτονιά λέγανε πως τα ζώα, γάτες και σκύλοι, οσμίζονταν την κατεβασιά, γιατί λέει, πρώτα ερχόταν ένας αέρας κάτω από τη γέφυρα του πιο πάνω ασφαλτοστρωμένου δρόμου που έφερνε το χνώτο του νερού στα ρουθούνια τους. Κι αυτά έτρεχαν και ανέβαιναν στον όχτο να σωθούν, μην τάβρει το νερό και τα παρασύρει στο διάβα του. Εμάς, παιδιά, μας άρεσε να βλέπουμε το νερό να τρέχει φουσκωμένο κσι ρίχναμε, σαν ηρεμούσε, χάρτινα καραβάκια με την ευχή να τα πάει στη θάλασσα να ταξιδεύουν, να φύγουν μακριά, λεύτερα από το μαράζι της Κατοχής. Η προσμονή της λευτεριάς μαγνήτιζε μικρούς και μεγάλους. Ονειροπεθυμιά και ηδονή μαζί, αξεδιάλυτα…
Ο Βασίλης Θωμαίδης μαζώνοντας από τη μνήμη του ό,τι έχει απομείνει... συντεριάζει τις γραφές σε τούτο δώ το τετράδιο με τις 574 σελίδες. Πιάνει μία μία τις θύμισες και τις δένει. Τούς δίνει το τόπο που τους ανήκει. Μιλά με την αφτειασίδωτη γλώσσα ενός παιδιού για όσα γνώρισε και είδε με τα αθώα μάτια του στην Κατοχή των δωσιλόγων, των ναζί και μετά μέσα στο άδικο αίμα του αδελφοσκοτωμού...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου